συμφεροντολογία

συμφεροντολογία
η, Ν
το να είναι κανείς συμφεροντολόγος, ιδιοτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφεροντολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμφεροντολογία — η το να είναι κάποιος συμφεροντολόγος, το να αποβλέπει αποκλειστικά στο ατομικό συμφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • κερδομανία — η υπερβολική συμφεροντολογία, ακόρεστη φιλοχρηματία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφεροντολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που κινείται από συμφεροντολογία: Ενεργεί συμφεροντολογικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”